ἐλελίξαι

ἐλελίξαι
ἐλελίζω 1
whirl round
aor inf act (epic)
ἐλελίξαῑ , ἐλελίζω 1
whirl round
aor opt act 3rd sg (epic)
ἐλελίζω 2
cry
aor inf act
ἐλελίξαῑ , ἐλελίζω 2
cry
aor opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ελελίζω — (I) ἐλελίζω (Α) 1. περιστρέφω 2. (για στρατό) αναγκάζω να στραφεί και ν αντιμετωπίσει τον εχθρό 3. (για φίδι) κινούμαι ελικοειδώς, περιτυλίσσομαι 4. σείω, τραντάζω 5. παθ. σείομαι, τρέμω 6. (για μουσικό όργανο) χτυπώ τις χορδές. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”